- έπισσα
- ἔπισσα, ἡ (Α)αυτή που γεννήθηκε αργότερα ή τελευταία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το μέτασσαι* «μεταγενέστερες». Εμφανίζει επίθημα -τι-αι (πρβλ. περισσός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔπισσα — ἐφίζω set upon aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσσας — ἐπίσσᾱς , ἐφίζω set upon aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτασσαι — μέτασσαι, αἱ (Α) (για αιγοπρόβατα) τα όψιμα αρνιά («χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ αὖθ ἕρσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μετεπιρρηματικό επίθ. < μετά + επίθημα τι αι (< IE * tyo , πρβλ. αρχ. ινδ. apa tya , amᾱ tya , nitya ), βλ.… … Dictionary of Greek